τρομοκράτηση

τρομοκράτηση
η, Ν [τρομοκρατώ]
πρόκληση τρόμου, επιβολή τρομοκρατίας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • τρομοκράτηση — η το να είναι κανείς τρομοκρατημένος: Τρομοκράτηση του λαού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αγρίωμα — το 1. τόπος άγριος και χέρσος, γεμάτος αγριόχορτο, κατάλληλος για βοσκή ζώων 2. εξαγρίωση, εξόργιση 3. εκφοβισμός, τρομοκράτηση, φόβος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγριῶ. ΠΑΡ. αγριωμάδα, αγριωμάρα] …   Dictionary of Greek

  • εμφόβησις — ἐμφόβησις, η (Μ) εκφοβισμός, τρομοκράτηση …   Dictionary of Greek

  • θροϊσμός — θροϊσμός, ὁ (Μ) [θροΐζομαι] τρόμος, τρομοκράτηση …   Dictionary of Greek

  • Μανουσέλης — Επώνυμο οικογένειας Κρητικών αγωνιστών από τον Καλλικράτη των Σφακίων. 1. Αναγνώστης. Γιος του Νικόλαου (βλ. 9.). Πήρε μέρος στις συνελεύσεις των προκρίτων στα Σφακιά, οι οποίες είχαν στόχο την οργάνωση της επανάστασης στην Κρήτη. Εξελέγη αρχηγός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”